Ο θεολογικός αυτός διάλογος του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα (Σχόλια) Επιμέλεια: πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου


 Ο θεολογικός αυτός διάλογος του Ιησού με τη γυναίκα διακρίνεται σε επιμέρους υποενότητες που περιέχουν: την απορία της γυναίκας και το διάλογο για το ζωντανό νερό με αφορμή το αίτημα του Ιησού για νερό, την αναγνώριση του Ιησού ως προφήτη την συζήτηση για τον σωστό τόπο λατρείας του Θεού και την αποκάλυψή Του ως Μεσσία.
 Η μεγάλη σημασία του επεισοδίου της Σαμαρείτιδας είναι φανερή και έγκειται καταρχήν στο δέκτη. Για τους περισσότερους ερμηνευτές ο Ιησούς λειτουργεί μόνο σαν «πομπός- δότης» που προσφέρει το ζωντανό νερό και την αλήθεια, και η γυναίκα «δέκτης-παραλήπτης», η οποία λαμβάνει, αποδέχεται. Είναι φανερή λοιπόν η αυστηρή ιεραρχία ανάμεσα στον Ιησού και τη γυναίκα. Όμως, με έναν άλλο τρόπο προσέγγισης των δεδομένων, είναι και οι δύο δότες και παραλήπτες, αφού ο Ιησούς ξεκινά την επικοινωνία ζητώντας νερό και απευθύνει πρώτος και προκλητικά το κάλεσμα σε μια γυναίκα απομονωμένη, αλλόθρησκη και ανήθικη, που δεν θα έπρεπε καν να κυκλοφορεί από το φόβο του λιθοβολισμού λόγω της αμαρτωλής ζωής της. Αυτός πρέπει να ήταν και ο βασικός λόγος που τέτοια ζεστή ώρα πήγαινε να αντλήσει νερό από το πηγάδι, ώστε να μην συναντηθεί με κανέναν. 
Ο Ωριγένης (185-251 μ.Χ.) παλαιότερα συνέκρινε μάλιστα τη Σαμαρείτιδα με τη Ρεβέκκα εστιάζοντας στην υδρία της, ως τη ζωή της. Μαζί με τη Ρεβέκκα θυμόμαστε και τη Ραχήλ, καθώς και τις κόρες του Ιοθόρ, οι οποίες όλες γνώρισαν καλούς συζύγους, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και ο Μωϋσής, με συναντήσεις κοντά σε πηγάδι. Ο διάλογος του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα φυσικά δεν γίνεται στο πλαίσιο μιας κοινωνικής γνωριμίας, ούτε με σκοπό να βρούνε ορισμένα κοινά σημεία στην πίστη τους. Ο βασικός σκοπός της επικοινωνίας του Ιησού είναι να οδηγήσει τη Σαμαρείτιδα στην Αλήθεια, στον Ίδιο δηλαδή, απομακρύνοντάς την από την ειδωλολατρία και την αμαρτία. Η γυναίκα αυτή δεν είχε ξαναδεί τον Ιησού ούτε γνώριζε για τα θαύματά Του, τα οποία ασφαλώς θα την έπειθαν για την ταυτότητά Του. Ο Χριστός λοιπόν με τη θεία γνώση Του την προσεγγίζει, υπερβαίνοντας κάθε φυλετικό, κοινωνικό, εθνικό και θρησκευτικό στερεότυπο, την αμαρτωλότητα, την περιθωριοποίηση και κοινωνική απόρριψη, τη διαφορετικότητα στην καταγωγή και στην πίστη της Σαμαρείτιδας. Αυτή η επικοινωνία και υπέρβαση κύριο στόχο έχει όχι απλώς το παράδειγμα σεβασμού προς τη Σαμαρείτιδα, αλλά γνωρίζοντας την γενναία προσωπικότητά της, αποσκοπεί στην ίδια την μεταμόρφωσή της σε ισαπόστολο και στη σωτηρία της, μέσω της αληθινής πίστης στο Πρόσωπό του.
 Η Σαμαρείτιδα αρχικά παρερμηνεύει τους λόγους του Ιησού, ιδιαίτερα τη φράση Του «ζῶν ὕδωρ», ίσως προφανώς γιατί η αυθόρμητη αντίδρασή της βασίζεται στην ανθρώπινη αντίληψη του κόσμου που έχει, καθώς και γιατί της διέφευγαν αρκετά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης πλην της Πεντατεύχου λόγω της σαμαρειτικής καταγωγής της. Βέβαια, ο Ιωάννης που περιγράφει το περιστατικό χρησιμοποιεί συχνά την τεχνική των παρανοήσεων στα κείμενά του και πιθανότατα στέλνει με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα ότι δεν είναι αρκετή μια επιφανειακή επικοινωνία με τον Χριστό αλλά για την κατανόηση των λόγων του Χριστού χρειάζεται αληθινή σχέση μαζί του
. Ο Ιησούς με μετριοφροσύνη, επιείκεια και μιλώντας σε τρίτο πρόσωπο, αναφέρεται στη δωρεά του Θεού εννοώντας τη σωτηρία του ανθρώπου και την είσοδο του στη βασιλεία του Θεού, που μόνο Αυτός μπορεί να εγγυηθεί.
Η ασήμαντη γυναίκα από τη Σαμάρεια με θάρρος αποκαλεί τον Ιησού «Κύριε» αποδίδοντάς Του τιμή, λέξη που χρησιμοποιείται ταυτόχρονα ως ευγενικός τίτλος κυριότητας, αλλά και αναγνώρισης βασιλικής και θεϊκής ιδιότητας. Τον προσφωνεί αρχικά εντυπωσιασμένη από τους λόγους Του, στη συνέχεια όμως αναγνωρίζοντάς Του την «κυριότητα» του βασιλέα και τελικά του Θεού. Μάλιστα στην αφήγηση της συνάντησης του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα υπάρχουν παραλληλισμοί με την αφήγηση της Μεγάλης Παρασκευής. Συγκεκριμένα, ο «πάσχων» Ιησούς ενώ διψά στην καταφρονημένη Σαμάρεια, εντούτοις, αντί να πιει νερό, δίνει «ζωντανό νερό-σωτηρία», και με το πρώτο «ἐγώ εἰμί» στο Ευαγγέλιο αποκαλύπτει τη μεσσιανική του ταυτότητα και δοξάζεται. Αντίθετα, την ίδια – «έκτη» – ώρα της Παρασκευής του Πάσχα στην εκλεκτή Ιερουσαλήμ, ο Πόντιος Πιλάτος παρουσιάζει τον Ιησού με τη φράση «ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν», έναν ταπεινωμένο και «πάσχοντα» Ιησού που «διψά» και του δίνουν να πιει χολή και ξύδι. Βλέπουμε τον αλλόθρησκο και κατώτερο θεωρούμενο Σαμαρειτικό λαό στο πρόσωπο μιας κοινωνικά απορριμμένης γυναίκας να αποδέχεται τον Μεσσία Χριστό, ενώ ο εκλεκτός ιουδαϊκός λαός στο πρόσωπο των «καθαρών» και κοινωνικά αποδεκτών Γραμματέων και Φαρισαίων να Τον απορρίπτουν και Τον θανατώνουν. Η εικόνα της αντίθεσης γλαφυρή και διδακτική, με το θεανδρικό Πρόσωπο του Χριστού να πρωταγωνιστεί ως ο «Προσφέρων και Προσφερόμενος», ο «Θύων και Θυόμενος» για χάρη των ανθρώπων, και δίπλα Του να ξεχωρίζει και να τιμάται τελικά μια γυναίκα, η οποία απρόσμενα για τα δεδομένα της θρησκείας, της καταγωγής, της ηθικής και κυρίως του φύλου της κερδίζει μια σημαντική θέση στη Βασιλεία Του.

 συνεχεια:https://fdathanasiou.wordpress.com/2021/05/30/%ce%bf-%ce%b8%ce%b5%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%ce%b1%cf%85%cf%84%cf%8c%cf%82-%ce%b4%ce%b9%ce%ac%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b9%ce%b7%cf%83%ce%bf%cf%8d/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΓΙΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ (ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ)

Ομιλία εις την Κυριακή της Απόκρεω (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)

-«Καθώς Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω,ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του Ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον»