Α. Η τοποθέτηση του αναγνώσματος αυτού στην σειρά των Κυριακών της αναστάσιμης περιόδου, μάς υπαγορεύει την ερμηνεία του με τρόπο αλληγορικό. Πέρα δηλαδή από το προφανές μήνυμα ότι ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, στο πρόσωπο του παραλύτου συγκεφαλαιώνεται όλη η ανθρωπότητα και η ιστορία της πτώσεως και της αναστάσεως του ανθρώπου. Η Ιερουσαλήμ συμβολίζει την Άνω Ιερουσαλήμ, την Βασιλεία του Θεού, τον πάλαι και ες αεί Παράδεισο. Εξαιτίας της αμαρτίας ο άνθρωπος εξορίστηκε από τον Παράδεισο, ασθένησε πνευματικά και σωματικά, αφού έχασε το μεγάλο δώρο της αθανασίας, περιπλανήθηκε σε τόπους άγονους και στην κοιλάδα του κλαυθμώνος, όπως χαρακτηρίστηκε ο βίος του πεπτωκότος ανθρώπου. ---
Σαν ήλθε όμως το πλήρωμα του χρόνου, έρχεται ο Χριστός, ο επίγειος άγγελος και ο ουράνιος άνθρωπος, προσφέρεται και θεραπεύει τον άνθρωπο, τον μη έχοντα άνθρωπο, και ανασταίνει το ανθρώπινο γένος από την φθορά της αμαρτίας, και μάς εισάγει όλους στην άνω Ιερουσαλήμ, την οποία πλέον έχει εγκαθιδρύσει πρώτα από όλα μέσα μας. ---
--------------------------------------------------------
Β. Συνήθως μένουμε στο δεύτερο μέρος, στον εντυπωσιασμό του θαύματος. Αν όμως αφήσουμε τη σκέψη μας στην περιγραφή της εισαγωγής της περικοπής, τα εσωτερικά μας αισθήματα είναι πολύ διαφορετικά. Η εικόνα είναι φοβερή. Το θέαμα αποκρουστικό. Τα ερωτήματα αδυσώπητα. Ο άγγελος απροειδοποίητα, «κατά καιρόν», ταράσσει το νερό και μόνον «ο πρώτος» βρίσκει ίαση. Εδώ τελειώνει το θαύμα, εδώ εξαντλείται και το έλεος του Θεού. Εδώ αρχίζει το δράμα της σκέψης και της λογικής. Πόνος τεράστιος, αδικία ανεξήγητη, ερωτήματα αναπάντητα. Το έλεος του Θεού ελάχιστο, μόνο για τον ένα, για τον πρώτο. Πώς να συμβαδίσει αυτό με τη λογική μας; Πώς να ερμηνεύσει την αγάπη του Θεού; τη δικαιοσύνη, την ταπείνωσή Του; Πώς να πείσει για την παρουσία Του; Μάλλον προκαλεί με την απουσία Του.
Μόνο για έναν υπήρχε το έλεος του Θεού; όχι για τον δεύτερο; Και με ποιο κριτήριο αυτό προσφέρεται; τη φυσική ετοιμότητα και επιδεξιότητα των αναπήρων και όχι την αρετή; την επιτυχία στην ανταγωνιστικότητα και όχι την ταπείνωση και τον πνευματικό αγώνα; Γιατί στον πρώτο και όχι στον καλύτερο; όλο αυτό δεν καταδεικνύει λίγη αγάπη και καθόλου δικαιοσύνη;Δεν προκαλεί αυτό; Είναι δυνατόν όλα αυτά να γίνονται κάτω από το βλέμμα του Θεού και σύμφωνα με το θέλημά Του;
Ο παράλυτος ομολογεί ότι «άνθρωπον ούκ έχω». Τριάντα οκτώ χρόνια παράλυτος ζει με μια ελπίδα˙ να μπει πρώτος στη δεξαμενή μετά την ταραχή του ύδατος, για να θεραπευθεί. Πώς όμως συμβαδίζει η αγάπη του Θεού με την τόσο μακρά διάρκεια της αναπηρίας του παραλύτου; Γιατί να ζήσει ως ανάπηρος τα νειάτα του και να είναι υγιής στα γηρατειά του; Γιατί έπρεπε τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια να περιμένει αυτός ο άνθρωπος τη θεραπεία του, μάλιστα ύστερα από συνεχείς απογοητεύσεις αναρίθμητων αποτυχιών; Γιατί έπρεπε η μόνη παρηγοριά αυτού του δύστυχου ανθρώπου να είναι η συνύπαρξή του με άλλους ομοιοπαθείς; Γιατί ο Θεός επιτρέπει τόσο πόνο και μάλιστα τόσο άδικα και άνισα κατανεμημένο; Και ενώ τελικά φαίνεται ότι κάνει ένα θαύμα – που αναντίρρητα είναι θαύμα-, στην ουσία η όλη ατμόσφαιρα δημιουργεί μια αίσθηση απουσίας του Θεού; Πως αυτός ο Θεός συνυπάρχει με τον Θεό του υπόλοιπου Ευαγγελίου; Μήπως, όμως, κάτι υπάρχει που όχι μόνο ξεφεύγει από τον φακό της λογικής αλλά ενδεχομένως, όταν αυτή απομονώνεται, να την αποπροσανατολίζει και να την παραπλανά;
Άραγε ο Θεός είναι πράγματι απών; Ο Θεός δεν είναι απών που έρχεται αλλά είναι παρών που κρύβεται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ρήμα που συνήθως οι ευαγγελιστές και οι πατέρες μας αγαπούν να χρησιμοποιούν είναι ότι εμφανίζεται, βγαίνει από το κρύψιμό Του και μας φανερώνεται. Και μας φανερώνεται στους ανθρώπους που μπορούν να βλέπουν. Πρέπει να υπάρξει μία συνεργασία της στιγμής του Θεού για την ψυχή μας και της καθαρότητος των οφθαλμών μας, για να αναγνωρίζουμε τον εμφανιζόμενο Θεό.
---------------------------------------------------------------
Γ. Τι συμβολίζει το κρεββάτι του Παραλύτου
-Η άρση δηλώνει ότι τα βάρη της ζωής δεν σηκώνονται με το θαύμα. Αντίθετα, ο άνθρωπος που γεύεται το θαύμα καλείται να μη μείνει σ’ αυτό, αλλά να προχωρήσει στη ζωή του και στη σχέση του με το Θεό σηκώνοντας το σταυρό του. Ο Χριστός δεν υπόσχεται στον παράλυτο ζωή χαρισάμενη. Του υποδεικνύει ότι καθώς έλαβε την ευλογία, καλείται να την αξιοποιήσει κάνοντας αυτό που δεν μπορούσε να κάνει τα προηγούμενα χρόνια. Να εργαστεί δηλαδή, όχι μόνο υλικά, αλλά και πνευματικά. Η προσευχή, η άσκηση, η αγάπη, η κάθαρση της καρδιάς, ακόμη και η αποδοκιμασία από τους άλλους είναι ο σταυρικός δρόμος, είναι η άρση του κρεβατιού που δείχνει την ευθύνη μας έναντι του Θεού, ώστε η δωρεά που μας δίδεται, είτε αυτή είναι της ίδιας της πίστης είτε εντοπίζεται σε οιαδήποτε ευλογία να μην καταστεί άδωρη.
- Το κρεβάτι ήταν η προέκταση του σώματος του παραλύτου. Ο Χριστός, με την εντολή του, δείχνει στον θεραπευμένο ότι δεν θα πρέπει να ξεχνά τι πέρασε. Και το κρεβάτι αυτό συμβολίζει. Τα χρόνια του πόνου. Τα χρόνια της λύπης. Η μνήμη των δοκιμασιών, όπως επίσης και της αμαρτίας και του θανάτου, αποτελεί για τον άνθρωπο σημείο που τον κρατά προσγειωμένο στη ζωή.
-Το κρεβάτι γίνεται το σύμβολο εκείνο που θα βοηθήσει τον παράλυτο να μην παρασυρθεί στη ζωή της αμαρτίας. Γι’ αυτό και ο Χριστός θα του τονίσει: «μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάν. 5, 14). Οι άνθρωποι χρειαζόμαστε σύμβολα στη ζωή μας, τα οποία θα μας βοηθούν να μην λησμονούμε. Και τα σύμβολα δεν έχουν να κάνουν μόνο με αυτά που χαιρόμαστε να θυμόμαστε. Τα σύμβολα λειτουργούν ανακλητικά και ταυτόχρονα αποτρεπτικά. Ως παράδειγμα για να αποφύγουμε λάθη.
-Το κρεβάτι, τέλος, αποτελούσε το οφθαλμοφανές σημείο του θαύματος για τους άλλους.
- Το κρεβάτι για τον θεραπευθέντα παράλυτο είναι την ίδια στιγμή η ανάληψη της ευθύνης και το σημείο της ευλογίας. Είναι η υπόμνηση της αμαρτωλότητας και της δύναμης του Χριστού. Αλλά και για όλους μας αφορμή να προβληματιζόμαστε πάνω στις δωρεές της αγάπης του Θεού και στις δυνατότητες αναβαπτισμού μας στην πίστη. Ο Χριστός δεν θα πάψει να μας τονίζει ότι χωρίς Εκείνον, αλλά και χωρίς κόπο και ευθύνη «ουκ έστι σωτηρία». Αυτός ας είναι ο δρόμος μας.
--------------------------------------------------------
Δ.Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους ο Κύριος άρχισε να εργάζεται το Σάββατο.
Ο πρώτος δίνεται από τον Άγιο Αμβρόσιο στην ερμηνεία του στο Κατά Λουκά Ευαγγέλιο. Ο Χριστός ήρθε για να ανακαινίσει τον κόσμο, δηλαδή τον άνθρωπο ο οποίος έχει διαστραφεί. Κι’ αρχίζει το έργο του από εκεί που ο Δημιουργός το άφησε, το Σάββατο, όπως αναφέρεται στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης. Ο Χριστός άρχισε το έργο του το Σάββατο, για να δείξει ότι ήταν ο ανακαινιστής της δημιουργίας.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι το Σάββατο γιορταζόταν από τους Εβραίους ως μνήμη της πρώτης δημιουργίας. Ο Χριστός όμως ήλθε για να δημιουργήσει μια νέα κτίση, σύμφωνα με το «οὔτε γὰρ περιτομή τί ἐστιν οὔτε ἀκροβυστία ἀλλὰ καινὴ κτίσις (Γαλ 6:15)». Δηλαδή δια μέσου της χάρης η οποία εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα, «ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου καὶ κτισθήσονται καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς (Ψλ 103:30)». Έτσι ο Χριστός εργάσθηκε το Σάββατο για να δείξει τη νέα δημιουργία, αναδημιουργία η οποία λαμβάνει μέρος μέσω αυτού.
Ο τρίτος λόγος είναι για να δείξει ότι ο Χριστός μπορούσε να κάνει κάτι το οποίο ο νόμος δεν θα μπορούσε, επειδή έγινε ασθενής από τη σάρκα. Έστειλε τον υιό του μέσα στην αμαρτωλή σάρκα, για να κατακρίνει την αμαρτία στη σάρκα του,
έτσι ώστε οι απαιτήσεις του νόμου να εκπληρωθούν σε μας (Ρωμ 8:3)
-------------------------------------------------------------
Ε. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα δεν μιλάει για έναν μόνο παράλυτο, αλλά φανερά μεν μιλάει για τη στιγμή του ενός παραλύτου, διακριτικά δε υπαινίσσεται τη στιγμή όλων των παραλύτων αυτού του κόσμου, και φυσικά και τη δική μας. Ο αληθινός Θεός δεν είναι αυτός που ξοδεύεται, αυτός ο οποίος εξευτελίζεται με πρόχειρες φανερώσεις κατά το θέλημα του ανθρώπου, αλλά είναι αυτός που κρύβεται στις ταπεινές γωνιές και στις μυστικές στροφές της πορείας αυτής της ζωής. Ο Θεός πράγματι υπάρχει. Σε εμάς απομένουν δυό πράγματα: το ένα είναι να κάνουμε την υπομονή του χρόνου και το δεύτερο είναι να κάνουμε τον αγώνα της καθαρότητος των οφθαλμών μας. Τότε σαν τον παράλυτο θα έρθει η ώρα μας. Μπορεί να είναι ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια, μπορεί να είναι αύριο, μπορεί να είναι πέντε λεπτά πριν σφραγίσουμε τα μάτια μας σε αυτόν τον κόσμο, αλλά υπάρχει πάντοτε η στιγμή του Θεού για όλους. Και τότε η μακρόχρονη αναπηρία, που συνοδεύεται από θαυματουργική θεραπεία, αποτελεί μεγαλύτερη ευλογία από την υγεία που στερείται εμπειρίας θεϊκής παρουσίας.
Η παρουσία του Θεού είναι παρουσία για να δώσει στον καθένα μας την αίσθηση της σωτηρίας, τον πόθο της αθανασίας, την προσδοκία της αιωνιότητος. Να δώσει τη γλύκα ότι κι αν πονάμε, κι αν δοκιμαζόμαστε, κι αν αδικούμαστε, κι αν στερούμαστε, μπορεί να ζούμε με ζεστασιά, την αίσθηση και την εμπειρία της πνευματικής Του παρουσίας στη ζωή μας.
Τα
38 έτη παραλυσίας του τυφλού
Ο παράλυτος (δεν δίνει πληροφορίες ο Ευαγγελιστής
για την ασθένεια) ήταν για τρίαντα οκτώ χρόνια ασθενής ,περισσότερο από τη
διάρκεια ζωής πολλών ανθρώπων, αφού η μέση διάρκεια ζωής μετά βίας ξεπερνούσε
τα σαράντα.
Ο αριθμός «τριάντα οχτώ» ο οποίος δηλώνει τα έτη
ασθένειας του παράλυτου δεν είναι τυχαίος. Ο αριθμός αυτός, σύμφωνα με τον άγ.
Αυγουστίνο, υπολείπεται δύο από τον αριθμό σαράντα (40-2=38) και σηματοδοτεί
την τελειότητα της δικαιοσύνης μέσα από τον νόμο.
Ο νόμος
δόθηκε με τις δέκα εντολές οι οποίες έπρεπε να κηρυχθούν στις τέσσερις γωνίες
της γης ή με τη συμπλήρωση των τεσσάρων Ευαγγελίων σύμφωνα με τη ρήση ότι «το
τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, (Ρωμ. 10:4)». Αφού 10Χ4=40556, το σαράντα την
τέλεια δικαιοσύνη, το τριάντα οχτώ όπως ήδη αναφέρεται, υπολείπεται δύο του
αριθμού σαράντα, επομένως σηματοδοτεί την ατελή δικαιοσύνη. Του λείπουν οι δύο
εντολές της χάριτος: Η αγάπη προς το πλησίον και τον Θεό. Σε αυτές τις δύο
εντολές κρέμεται όλος ο νόμος και εξαρτώνται οι προφήτες (Μτ 22:40). Αυτή είναι
μία εξήγηση για το χρονικό διάστημα της ασθένειας του τυφλού.
Ο άγ. Αυγουστίνος γράφει επίσης ότι ο Χριστός δίνει
δύο εντολές, για να τελειοποιήσει τις δύο χάρες οι οποίες του λείπουν. Του
παραγγέλλει να λάβει το κρεβάτι του (πρώτη εντολή) και να περπατήσει (δεύτερη
εντολή). Η πρώτη εντολή αναφέρεται στην αγάπη προς τον πλησίον και η δεύτερη
εντολή στην αγάπη προς τον Θεό. Στην πρώτη εντολή, ο Χριστός ως να του λέγει
ότι, όταν είσαι ασθενής, ο πλησίον έρχεται αρωγός σου, όπως το στρώμα σε στηρίζει
υπομονετικά. Αυτοί οι οποίοι είναι ισχυροί πρέπει να στηρίζουν τους αδύνατους και
όχι να ευχαριστούν τους εαυτούς τους (Ρωμ. 15:1). Επομένως μετά που θεραπεύτηκες
«άρον τον κράββατόν σου», δηλαδή στήριξε τον γείτονά σου ο οποίος σε μετέφερε,
όταν ήσουν ασθενής (Ἀλλήλοις τά βάρη βαστάζετε, Γαλ 6:2).
Στη δεύτερη εντολή του λέει, περπάτησε προς τον Θεό
[πορεύσονται ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν (Ψλ 83:8), περιπατεῖτε ὡς τὸ φῶς (Ιω
12:35)].
Ο άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας γράφει ότι ο αριθμός τριάντα οχτώ δηλώνει την προσέγγιση
προς τον εκ νόμου τέλειον αριθμόν δηλαδή τον αριθμό σαράντα.
«Προτυπώνει αυτό το οποίο συνέβηκε, δηλαδή ο Ισραηλιτικός λαός, επειδή συμπεριφέρθηκε
με τρόπο ασεβή και με παραφροσύνη προς τον Χριστό, θα αδυνατήσει βέβαια και θα
οδηγηθεί σε παραλυσία και θα περάσει πολλά χρόνια σε αργία. Δεν θα οδηγηθεί
όμως σε πλήρη τιμωρία, αλλά θα υπάρξει κάποια φροντίδα, και θα αποκτήσει την
υγεία του βυθιζόμενος στην κολυμβήθρα με υπακοή και πίστη.
Εκτός από τις αξιόλογες ερμηνείες οι οποίες έχουν
δοθεί, τὸ τριάντα οχτώ μπορεὶ να θεωρηθεί και ως το άθροισμα του δεκαοχτώ και
είκοσι. Τὸ δεκαοχτώ θεωρήθηκε ότι είναι το άθροισμα του Ι (10) καὶ του (8) ή
του Η, δημιουργεί δηλαδὴ τὰ δύο αρχικὰ γράμματα του ΙΗΣΟΥ. Το είκοσι αποτελεί
διπλάσιο του τελειότατου αριθμού δέκα. Επομένως, το τριάντα οχτώ μπορεὶ να
σημαίνει και τον ικανὸ χρόνο κατά τον οποίο ὁ Ιησούς ιάται τὸν παραλυτικό, όπως
το ίδιο συμβαίνει καὶ για τὸν αριθμό δεκαοχτώ, ο οποίος αποτελεί τα χρόνια
μέχρι να θεραπευτεὶ η συγκύπτουσα γυναίκα. Ισχύει ότι 38=18 (ΙΗ)+2Χ10.(διδακτορικη
διατριβή Θωμά Μαυρομούστακου)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου