«Σε συμβουλευω ν᾿ αγορασης κολλυριο!» (Ἀπ. 3,18)
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός• ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,22)
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ἐξαιρετικὸ δῶρο, μία ἀκτίνα τοῦ παν¬σόφου Δημιουργοῦ. Δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀρχικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «Πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κα¬τακυ¬ριεύσατε αὐτῆς» (Γέν. 1,28). Καὶ πράγματι, ὁ ἄνθρω¬πος κυριαρχεῖ ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ πάνω στὴ φύσι• παρουσιάζει τέτοιες κατακτήσεις πού, ἂν τὶς ἔβλεπαν οἱ ἄνθρω¬ποι τῆς ἐποχῆς τοῦ λίθου θὰ ἔλεγαν κατάπληκτοι• «Ἐ¬¬σεῖς εἶστε μικροὶ θεοί!». «Ἐγὼ εἶ¬πα• θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81,6). Θεὸς ὁ ἄνθρωπος!
Ἀλλ᾿ αἴφνης –ἀλλοίμονο!– ἡ σκηνὴ ἀλλάζει• βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο νὰ φτάνῃ σὲ ἀδιέξοδο. Μόλις ἀφήνει τὰ ἐπιστημονικὰ ἐργα¬στήρια κι ἀρχίζει νὰ ἐξετάζῃ ὄχι πλέον τὶς σχέσεις τῶν μορίων τῆς ὕλης, ἀλλὰ τὶς σχέσεις τῶν ἀν¬θρώπων μεταξύ τους, τότε χάνει τὸ φῶς του, βυ¬θί-ζεται σὲ σκοτάδι, συγκρούεται μὲ τοὺς ἄλ¬λους.
Δὲ βλέπετε; Προηγήθησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ τόσοι τοπικοί, καὶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ πικρὰ πεῖρα νὰ ἀποστρέφεται κάθε πολεμικὴ ἐπιχείρησι• ἐν τούτοις νέες φλόγες πολέμου ἀνάβουν, νέα θύματα θρηνοῦνται• καὶ οἱ ἐξοπλισμοὶ ἐντείνονται.
Ταλαίπωρη ἀνθρωπότης! Τὰ παιδιά σου ἀ¬νακάλυψαν πῶς συμβιώνουν τὰ μόρια τῆς ὕ¬λης, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τὸν τρόπο τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως τῶν λαῶν. Γι᾿ αὐ¬τοὺς τοὺς σοφοὺς τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ περι¬έπλεξαν καὶ τὰ πιὸ ἁπλᾶ ζητήματα, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου• «Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία• φάσκοντες εἶ¬ναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν» (῾Ρωμ. 1,21-22).
Πῶς συμβαίνει αὐτό; Γιατί τόσο φῶς ἐκεῖ, τόσο σκοτάδι ἐδῶ; Στὸ ἐρώτημα ὑπάρχει ἀ¬πάντησις, ἀλλὰ πόσοι τὴν προσέχουν; Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ μυστικὸ κλειδὶ ποὺ λύνει τὰ προβλήματα. Ἡ ἀπάντησι βρίσκεται στὸν στίχο 22, κεφάλαιο 6 τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶπεν ὁ Κύριος• «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός• ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,22).
Κύριε, βοήθησέ μας στὸν στίχο αὐτὸν νὰ κάνουμε μία μικρὴ ἀνάλυσι.
* *
Γιὰ νὰ δοῦμε κάτι, ἀγαπητοί μου, χρειαζόμα¬στε δύο πράγματα, φῶς καὶ μάτια. Τὸ φῶς ἔ¬χει βαθμῖδες• ἀπὸ τὸ φῶς μιᾶς πυγο¬λαμπίδας μέχρι τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, πόση δι¬αφορά! Ποιός δὲν προτιμᾷ τὸν ἥλιο; Ἀλλὰ καὶ ποιός μέσ᾽ στὸ σκοτάδι δὲν θὰ ἤθελε νά ᾽χῃ ἕνα κερὶ γιὰ νὰ δῇ ποῦ βρίσκεται; Οὔτε ὅμως τὸ κερὶ οὔτε οἱ ἠ¬λεκτρικὲς λάμπες οὔτε οἱ φάροι οὔτε οἱ προβολεῖς οὔτε κι αὐτὸς ὁ ἥλιος δὲν πρόκειται νὰ μᾶς χρησιμεύσουν, ἂν ἐμεῖς δὲν ἔχουμε μάτια, ἤ, ἂν ἔχουμε μὲν μάτια, ἀλλ᾽ αὐτὰ ἔχουν ὑποστῆ ὀργανικὲς βλάβες ἀπὸ ὀφθαλμικὲς παθή¬σεις. Οἱ τυφλοὶ δὲ βλέπουν οὔτε τὸ μεσημέρι.
Φῶς καὶ μάτια χρειάζεται τὸ σῶμα, γιὰ νὰ δῇ τὸν φυσικὸ κόσμο. Ἀλλὰ φῶς καὶ μάτια χρειά¬ζεται καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ δῇ τὸν δικό της κόσμο.
Καὶ φῶς μὲν πνευματικό, δόξα τῷ Θεῷ, ὑ¬πάρχει. Δὲν εἶνε ἁπλὸ φῶς, εἶνε ἥλιος ὁλόκλ第ρος• εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Ἐμ¬πρὸς στὸ δικό του φῶς πόσο ἀσθενικὰ καὶ ὠ¬χρὰ εἶ¬νε τὰ φῶτα τῶν διαφόρων σοφῶν! Κύριε, ἄδυτε ἥλιε, «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Δοξολ.)!
Ἀλλ᾿ ὅπως τὸ σῶμα γιὰ νὰ δῇ ἔχει ἀνάγκη ἀ¬πὸ ὑγιῆ μάτια, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ δῇ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ διακρίνῃ καὶ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν ἀ¬-λήθεια, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὑγιῆ ἐσωτερικὴ ὅρασι• καὶ ἡ ὅρασις αὐτή, μὲ τὴν ὁποία βλέπει ἡ ψυ¬χή, εἶνε ὁ νοῦς. Αὐτὸς εἶνε ὁ ὀφθαλμός, ὁ «λύ-χνος» τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Εἶνε ὑγιὴς ὁ νοῦς μας, καθαρὸς δηλαδὴ ἀπὸ πάθη, πλάνες, προκαταλήψεις; τότε ἡ ψυχὴ βλέπει, θαυ-μάζει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἀγάλλεται. Δὲν εἶνε ὑ¬γιὴς ὁ νοῦς μας; εἶνε δηλαδὴ ὑποδουλω¬μένος σὲ πάθη καὶ κακίες; τότε ἡ ψυχὴ ζῇ καὶ κυλιέται σὲ σκοτάδια• «ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου», ὁ σατανᾶς, «ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4).
*
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός». Μεγάλο τὸ δίδαγμα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ῥητὸ αὐτό. Τὰ πάθη, στὰ ὁποῖα δουλεύει ὁ ἄνθρωπος, σὰν μαῦρα σύννεφα, σκοτίζουν τὴν πνευ¬ματική του ὅρασι• καὶ ἔτσι ἐξηγεῖται, γιατί ὁ μεγάλος ἐπιστήμων, ποὺ λύ¬νει γρήγορα προβλήματα ἀλγέβρας, δὲν μπορεῖ νὰ λύσῃ ἕνα στοιχειῶδες πρόβλη-μα ἠθικῆς στὴ ζωή του.
Ἐγκατέλειψε τὴν οἰκογένειά του, ζῇ παράνομα μὲ μιὰ παλλακίδα. Ὅλοι γελοῦν εἰς βάρος του, τοῦ φωνάζουν «Διῶξε την». Μὰ αὐτὸς οὔτε ἀκούει οὔτε βλέπει. Τυφλώθη¬κε ὁ ἄ¬θλιος ἀπ᾽ τὸ πάθος καὶ σὰν τὸν Οἰδίπο¬δα κατέστρεψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὴν πνευμα¬τική του ὅ¬ρασι. Ἀντὶ ὁ νοῦς νὰ ῥυ¬θμίζῃ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴ λογική, τὸ πάθος ὑπέταξε τὸ νοῦ καὶ τὸν ἀναγκάζει τώρα νὰ γίνῃ συνήγορός του. Ὅπως ὁ ῥαδιο¬φωνι¬κὸς σταθμὸς μιᾶς ἐλεύθερης χώρας, ὅ¬ταν κα-ταληφθῇ ἀπὸ βαρβάρους, γίνεται πλέ¬ον ὄργανο τῶν κατακτητῶν καὶ ὁ¬μιλεῖ ἐναν¬τίον τῆς πα¬τρίδος, ἔτσι καὶ ἡ διάνοια• ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς καταληφθῇ ἀπὸ τὰ βαρβαρικά, τὰ τιτανικὰ πάθη, χάνει πλέον τὴν ἀνεξαρτησία τῆς κρίσεως καὶ γίνεται ὁ ἐλεεινὸς συνήγορος τῶν ἰδιοτροπιῶν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ διάνοια τοῦ ἐμπαθοῦς εἶνε τυφλή. Ἡ κακία ἔσβησε τὸ λυχνάρι, κατήργησε τὴ λογική. Ὁ νοῦς βυθίστηκε στὸ σκοτάδι, λέει ὅ,τι ὑπαγορεύει ἡ ἁμαρτωλὴ καρδιά.
Ἕνας κήρυκας προσπαθοῦσε νὰ πείσῃ κάποιον ποὺ εἶχε τυφλωθῆ ἀπὸ τὸ χρυσάφι, ὅτι ὑ¬πάρχει καὶ ὁ κόσμος τοῦ πνεύμα¬τος. Ὁ φιλάρ-γυρος ἀ¬παντοῦ¬σε «Δὲν πιστεύω». Ὁ κήρυκας χάραξε σ᾽ ἕ¬να χαρ¬τὶ ἕνα μικρὸ κύκλο καὶ μέσα ἔ¬γραψε μὲ κεφαλαῖα «ΘΕΟΣ». –Τί βλέπεις; τὸν ρω¬τάει. –Τὴ λέξι «ΘΕΟΣ», ἀπαντᾷ ἐκεῖ¬νος. Τότε ὁ κήρυκας πάνω στὸν κύκλο το¬ποθετεῖ μία λίρα, ποὺ τὸν κάλυψε ὅλον. –Τί βλέπεις τώρα; τὸν ρω¬τάει. –Δὲν βλέπω τίποτε ἄλ¬λο παρὰ τὴ λίρα! Νά μιὰ εἰκόνα τοῦ κόσμου ποὺ τυφλώ¬θηκε ἀπὸ τὸ μαμωνᾶ ἢ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθος. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὡς δικαιοσύνη, ὡς ἀ-λήθεια, ὡς ἀγάπη εἶνε γραμμένο παντοῦ• ἀλλὰ παρεμ¬βάλλεται κάποιο νόμισμα, κάποια κακία, ὁ νοῦς μας σκοτίζεται καὶ τότε δὲν βλέπουμε τίποτε.
* *
Ἂς ἀφαιρέσουμε, ἀδελφοί, τὰ ἐμπόδια, ἂς νεκρώσουμε τὰ πάθη, καὶ τότε θὰ δοῦμε τὴν ἀ¬¬λήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ λάμπῃ. Τὰ μάτια τῆς ψυ¬χῆς, καθαρὰ ἀπὸ τὴν τσίμπλα τῆς ἁμαρτί¬ας, θὰ βλέ¬¬πουν τὰ πράγματα ὅπως εἶνε, ὄχι ὅπως τὰ δεί¬χνουν οἱ ψεύτικοι ἀντικατοπτρισμοὶ τῶν παθῶν.
Εὐτυχισμένοι ὅσοι ἔχουν ὑγιῆ τὴν ἐσωτερ鬬κὴ ὅρασι! Αὐτοὶ εἶνε «οἱ ὁρῶντες», ἐκεῖνοι ποὺ πράγματι βλέπουν• αὐτοὺς μακάρισε ὁ Κύριος ὅταν εἶπε «Ὑμῶν μακάριοι οἱ ὀφθαλ¬μοί, ὅτι βλέ¬πουσι, καὶ τὰ ὦτα ὑμῶν, ὅτι ἀκούουσιν» (Ματθ. 13,16).
Ὅταν ὁ Μ. Ἀντώνιος συνάντησε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸν τυφλὸ φιλόσοφο Δίδυμο, εἶπε• «Δίδυμε, μὴ σὲ ταράζει ἡ ἀπώλεια τῶν αἰσθη¬τῶν ὀφθαλμῶν. Τέτοια μάτια ἔχουν καὶ οἱ μῦ¬γες καὶ τὰ κουνούπια. Νὰ χαίρεσαι γιατὶ ἔχεις μάτια ὅπως τῶν ἀγγέλων, μὲ τὰ ὁποῖ¬α καὶ ὁ Θε¬ὸς θεωρεῖται καὶ τὸ φῶς του καταλαμβάνεται».
Αὐτὰ τὰ μάτια λείπουν σήμερα. Ὁ κόσμος, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐπιστημονικὴ διαφώτισι, ὡς πρὸς τὸ «γνῶθι σαυτόν», στὰ ἠ¬θ鬬κὰ καὶ πνευματικά, εἶνε τυφλός. «Ἰδοὺ ἐγὼ μὲ τόσα φῶτα, τυφλός, τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶ¬τα», ποὺ εἶπε ὁ Γκαῖτε.
Ἔτσι τυφλός, μὲ σβησμένο τὸ λυ¬χνάρι του, περιπλανᾶται στὰ ἐρέβη ὁ ἄν¬¬θρωπος. Τυφλός, ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Ἀπο¬κά¬λυψις στὸ 3ο κεφάλαιο. Ὑπερηφανεύθηκε, ἀπο¬στάτησε καὶ τυφλώθηκε. Εἶπε ὅτι «πλούσιός εἰ¬μι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω», καὶ δὲν ξέρει ὅτι αὐτὸς εἶνε «ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός». Σ᾽ αὐτὸν τὸν τυφλό, ποὺ ἔπαψε νὰ βλέ¬πῃ τὰ θεῖα ὁράματα τῆς πίστεως, λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο• Ἄν¬¬θρωπε, χρειάζεσαι κολλύριο• «ἔγχρισον τοὺς ὀφθαλ¬μούς σου ἵνα βλέ¬πῃς» (Ἀπ. 3,17-18). Καθάρισε τὴ διάνοιά σου ἀπὸ κάθε προκατάληψι. Πίστεψε ἀκράδαν¬τα. Καὶ τότε θ᾽ ἀνοί¬ξουν τὰ μάτια σου, θ᾽ ἀνάψῃ τὸ ἐσωτερικὸ λυχνάρι σου, ἕνας ὡραῖος κόσμος θ᾿ ἀναδυθῇ ἀ¬πὸ τὰ βάθη σου, θὰ δῇς τὸ πανόραμα τῆς ἄ¬νω Ἰερουσαλὴμ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Δαυῒδ θὰ ψάλῃς• «Ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐ-φρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ» (Ψαλμ. 103,34).
Κύριε, σὲ παρακαλοῦμε! Ἔχουμε ἀνάγκη ἐ¬σωτερικῆς ὁράσεως, πίστεως, τῆς ἕκτης αὐτῆς αἰσθήσεως. Κάνε νὰ πιστέψουμε ὅλοι σ᾽ ἐσένα, νὰ καθαρίσουμε τὴν ἐσωτερική μας ὅρασι μὲ τὸ κολλύριο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, γιὰ νὰ γίνῃ καὶ πάλι ὁ τόπος μας «ὁ λύχνος ὁ καιόμε¬νος καὶ φαίνων» (Ἰω. 5,35), ὁ φωτει¬νὸς ὀ¬φθαλμὸς τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς ἀνθρωπότητος, τὴν ὁ¬ποία καλύπτουν σκοτάδια βαρβαρότητος.
Σ᾽ ἕνα τέτοιο κόσμο, Ἑλλάδα ἀγαπητή μας πα¬τρίδα, φέγγε αἰωνίως μὲ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου