Ὠφέλιμη διδαχή γιά τόν τελώνη καί τόν Φαρισαῖο
( Ἰωάννης Λίνδιος, ἀρχιεπίσκοπος Μύρων, (†1796)
Τελώνης, στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, λεγόταν ὁ ἐπιφορτισμένος μέ τήν εἴσπραξη τῶν φόρων ἀπό τό λαό γιά λογαριασμό τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν. Οἱ τελῶνες ἦταν συνήθως ἄδικοι καί ἅρπαγες, γι᾿αὐτό τοποθετοῦνταν στό ἴδιο ἐπίπεδο μέ τούς ἁμαρτωλούς καί τίς πόρνες. Ὁ τελώνης, ὡστόσο, τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς (Λουκ. 18,10-14), ἐπειδή ἔδειξε βαθειά ταπείνωση κι ἔκανε θερμή ἐξομολόγηση στό Θεό, χτυπώντας τό στῆθος του καί λέγοντας, ”Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τόν ἁμαρτωλό!”, πῆρε εὔκολα ἀπό τόν φιλάνθρωπο Κύριο ὅλων τῶν ἀνομημάτων του τήν ἄφεση. Ἀντίθετα, ὁ μεγάλαυχος Φαρισαῖος, μολονότι ἔδινε στό ναό τό δέκατο ἀπ᾿ὅλα τά εἰσοδήματά του, νήστευε, προσευχόταν, εἶχε κάθε ἀρετή, γιά τή μεγάλη του ἔπαρση καταδικάστηκε. Καί δίκαια. Γιατί;
Πρῶτα-πρῶτα, ἔπρεπε νά γνωρίζει πώς ἦταν ἄνθρωπος. Καί ὡς ἄνθρωπος, εἶχε ἀναπόφευκτα καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι κι ἄν μία μόνο μέρα ζοῦσε, ἦταν ἀδύνατο νά μήν ἁμαρτήσει μέ τά ἔργα ἤ μέ τά λόγια ἤ μέ τίς σκέψεις. Κάθε ἁμαρτία, καί ἡ πιό μικρή, ὡς ἀντίθεση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ ἀνταρσία ἐναντίον Του. Ἄς μήν ξεχνᾶμε πώς ὁ Ἑωσφόρος ἀπό τά ὕψη τ᾿οὐρανοῦ ξέπεσε στά καταχθόνια τοῦ ἅδη γιά ἕναν μονάχα ὑπερήφανο λογισμό, χωρίς νά ἔχει ἄλλες ἁμαρτίες, ὅπως ἐμεῖς.
Δεύτερον, ἔπρεπε νά σκεφτεῖ πώς ὅσα καλά εἶχε, ὅλα ἦταν τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ δῶρα καί χαρίσματα. Ὄφειλε, λοιπόν, νά δοξάζει γι᾿αὐτά τόν Πλάστη του μέ εὐγνωμοσύνη καί ταπείνωση, ὄχι νά τόν “εὐχαριστεῖ” μέ τόση αὐταρέσκεια, γιατί δέν ἦταν τάχα ἁμαρτωλός σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, κατακρίνοντας ἔτσι ὅλο τόν κόσμο καί ἁρπάζοντας μέ προκλητικότητα ἀπό τόν Κύριο τό ἀξίωμα τοῦ Κριτῆ τῆς οἰκουμένης.
Τρίτον, ἔπρεπε νά συλλογιστεῖ πώς ὁ Θεός δέν ἔχει καμιάν ἀνάγκη οὔτε τίς νηστεῖες καί τίς ἐλεημοσύνες μας οὔτε τίς προσευχές καί τίς ἀγρυπνίες μας οὔτε τίποτ᾿ἄλλο ἀπ᾿ὅσα μᾶς ζητάει νά κάνουμε. Αὐτά τά ὅρισε γιά τή δική μας ὠφέλεια, προνοώντας γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Ὁ Φαρισαῖος, λοιπόν, θά προσευχόταν θεάρεστα, ἄν ἔλεγε: “Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού, φανερώνοντας τήν ἄπειρη ἀγαθότητά Σου, μ᾿ἔφερες ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, ἔπλασες ἀπό χῶμα τό σῶμα μου μέ τά θεϊκά Σου χέρια καί τό ψύχωσες μέ τήν πανάγια πνοή Σου, χαρίζοντάς μου τή ζωή, τή λογική, τήν αὐτεξουσιότητα καί τήν ἀθανασία. Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ στόλισες, τόν χωμάτινο ἄνθρωπο, μέ τούς λαμπρούς χαρακτῆρες τῆς θείας εἰκόνας Σου, πού μέ τίμησες μέ τή δυνατότητα νά Σοῦ μοιάσω, πού μέ πλούτισες μέ τά διάφορα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος. Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού ἔκανες γιά μένα τόν παράδεισο τῆς τρυφῆς, πού ἅπλωσες γιά μένα τόν ἀπέραντο οὐρανό μέ τόν ἥλιο, τή σελήνη καί τ᾿ἀναρίθμητα ἀστέρια, πού δημιούργησες γιά μένα τή γῆ μέ τούς κάμπους καί τά βουνά, μέ τά φυτά καί τά δέντρα, μέ τούς καρπούς καί τά λουλούδια, μέ τά πουλιά καί τά ζῶα, μέ τά τόσα πράγματα καί πλάσματα -ἄλλα γιά νά μέ τρέφουν, ἄλλα γιά νά μέ ὑπηρετοῦν, ἄλλα γιά νά μέ θεραπεύουν, ἄλλα γιά νά μέ ντύνουν, ἄλλα γιά νά μέ τέρπουν. Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού παραβλέπεις τίς καθημερινές ἁμαρτίες μου καί μακροθυμεῖς, ὡς ἀμνησίκακος, περιμένοντας τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή μου. Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες Σου, ὅσες ἔλαβα καί ὅσες ἐλπίζω νά λάβω ἀπό τόν ἀνυπέρβλητο πλοῦτο τῆς ἀγαθότητός Σου”.
Ἔτσι ἔπρεπε νά προσευχηθεῖ ὁ Φαρισαῖος, ὅταν ἀνέβηκε στό ναό, εὐχαριστώντας δηλαδή γιά ὅλα τόν εὐεργέτη του Κύριο, καί ὄχι λέγοντας πώς δέν εἶναι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός κ.λ.π. ἤ καί σάν τόν τελώνη.
Ταλαίπωρε Φαρισαῖε! Δέν εἶσαι, λές, σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τί εἶσαι τότε; Ἄγγελος; Ἀλλά ἡ φύση σου καί τό ἀλαζονικό φρόνημά σου δέν ταιριάζουν στούς ἀγγέλους. Μήπως δαίμονας; Ἀλλά οἱ δαίμονες εἶναι ἄυλοι καί ἄσαρκοι, ἐνῶ ἐσύ ἔχεις ὑλικό σῶμα, σάρκα καί κόκαλα. Ἀφοῦ, λοιπόν, δέν εἶσαι οὔτε ἄνθρωπος, ὅπως ὁμολογεῖς ὁ ἴδιος, οὔτε ἄγγελος, ὅπως φανερώνει ἡ ἔπαρσή σου, οὔτε δαίμονας, ὅπως ἀποδεικνύει τό σῶμα σου, δέν μπορεῖ παρά νά εἶσαι γάιδαρος! Καί ὁ Θεός γαϊδάρους δέν σώζει. Στόν παράδεισο βάζει μόνο ἀνθρώπους λογικούς καί ταπεινούς. Γι᾿αὐτό δίκαια καταδικάστηκες, δίκαια ἔχασες τή χάρη τοῦ Κυρίου, δίκαια ἔγινες αἰώνιο καί θλιβερό παράδειγμα κομπασμοῦ καί ὑψηλοφροσύνης. Γιά νά βλέπουν οἱ ἄνθρωποι τήν αἰφνίδια πτώση σου, καί, ἀποφεύγοντας τήν ἀνόητη ὑπερηφάνεια, νά ταπεινώνονται σάν τόν τελώνη, ἔχοντας στό νοῦ τους τίς ἁμαρτίες τους καί λέγοντας: “Σπλαχνίσου με, Σωτήρα μου, τόν ἁμαρτωλό καί ἀνάξιο δοῦλο Σου, καί σῶσε με, ὡς φιλάνθρωπος! Γιατί κανένας ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ δέν ἁμάρτησε ὅπως ἐγώ σ᾿ Ἐσένα”.
Ὅλοι μας, ἀδελφοί μου, μικροί καί μεγάλοι, ἐνάρετοι καί ἁμαρτωλοί, δίκαιοι καί ἄδικοι, ἄς χτυπᾶμε μέ τά λόγια τοῦ τελώνη, σάν μέ σιδερένιο σφυρί, τήν πύλη τῆς θείας εὐσπλαχνίας. Καί θά μᾶς ἀνοιχτεῖ, ὅπως ἀνοίχτηκε καί σ᾿ἐκεῖνον τόν μακάριο, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: “Θησαυρός μετανοίας”
Τελώνης, στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, λεγόταν ὁ ἐπιφορτισμένος μέ τήν εἴσπραξη τῶν φόρων ἀπό τό λαό γιά λογαριασμό τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν. Οἱ τελῶνες ἦταν συνήθως ἄδικοι καί ἅρπαγες, γι᾿αὐτό τοποθετοῦνταν στό ἴδιο ἐπίπεδο μέ τούς ἁμαρτωλούς καί τίς πόρνες. Ὁ τελώνης, ὡστόσο, τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς (Λουκ. 18,10-14), ἐπειδή ἔδειξε βαθειά ταπείνωση κι ἔκανε θερμή ἐξομολόγηση στό Θεό, χτυπώντας τό στῆθος του καί λέγοντας, ”Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τόν ἁμαρτωλό!”, πῆρε εὔκολα ἀπό τόν φιλάνθρωπο Κύριο ὅλων τῶν ἀνομημάτων του τήν ἄφεση. Ἀντίθετα, ὁ μεγάλαυχος Φαρισαῖος, μολονότι ἔδινε στό ναό τό δέκατο ἀπ᾿ὅλα τά εἰσοδήματά του, νήστευε, προσευχόταν, εἶχε κάθε ἀρετή, γιά τή μεγάλη του ἔπαρση καταδικάστηκε. Καί δίκαια. Γιατί;
Πρῶτα-πρῶτα, ἔπρεπε νά γνωρίζει πώς ἦταν ἄνθρωπος. Καί ὡς ἄνθρωπος, εἶχε ἀναπόφευκτα καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι κι ἄν μία μόνο μέρα ζοῦσε, ἦταν ἀδύνατο νά μήν ἁμαρτήσει μέ τά ἔργα ἤ μέ τά λόγια ἤ μέ τίς σκέψεις. Κάθε ἁμαρτία, καί ἡ πιό μικρή, ὡς ἀντίθεση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ ἀνταρσία ἐναντίον Του. Ἄς μήν ξεχνᾶμε πώς ὁ Ἑωσφόρος ἀπό τά ὕψη τ᾿οὐρανοῦ ξέπεσε στά καταχθόνια τοῦ ἅδη γιά ἕναν μονάχα ὑπερήφανο λογισμό, χωρίς νά ἔχει ἄλλες ἁμαρτίες, ὅπως ἐμεῖς.
Δεύτερον, ἔπρεπε νά σκεφτεῖ πώς ὅσα καλά εἶχε, ὅλα ἦταν τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ δῶρα καί χαρίσματα. Ὄφειλε, λοιπόν, νά δοξάζει γι᾿αὐτά τόν Πλάστη του μέ εὐγνωμοσύνη καί ταπείνωση, ὄχι νά τόν “εὐχαριστεῖ” μέ τόση αὐταρέσκεια, γιατί δέν ἦταν τάχα ἁμαρτωλός σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, κατακρίνοντας ἔτσι ὅλο τόν κόσμο καί ἁρπάζοντας μέ προκλητικότητα ἀπό τόν Κύριο τό ἀξίωμα τοῦ Κριτῆ τῆς οἰκουμένης.
Τρίτον, ἔπρεπε νά συλλογιστεῖ πώς ὁ Θεός δέν ἔχει καμιάν ἀνάγκη οὔτε τίς νηστεῖες καί τίς ἐλεημοσύνες μας οὔτε τίς προσευχές καί τίς ἀγρυπνίες μας οὔτε τίποτ᾿ἄλλο ἀπ᾿ὅσα μᾶς ζητάει νά κάνουμε. Αὐτά τά ὅρισε γιά τή δική μας ὠφέλεια, προνοώντας γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Ὁ Φαρισαῖος, λοιπόν, θά προσευχόταν θεάρεστα, ἄν ἔλεγε: “Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού, φανερώνοντας τήν ἄπειρη ἀγαθότητά Σου, μ᾿ἔφερες ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, ἔπλασες ἀπό χῶμα τό σῶμα μου μέ τά θεϊκά Σου χέρια καί τό ψύχωσες μέ τήν πανάγια πνοή Σου, χαρίζοντάς μου τή ζωή, τή λογική, τήν αὐτεξουσιότητα καί τήν ἀθανασία. Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ στόλισες, τόν χωμάτινο ἄνθρωπο, μέ τούς λαμπρούς χαρακτῆρες τῆς θείας εἰκόνας Σου, πού μέ τίμησες μέ τή δυνατότητα νά Σοῦ μοιάσω, πού μέ πλούτισες μέ τά διάφορα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος. Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού ἔκανες γιά μένα τόν παράδεισο τῆς τρυφῆς, πού ἅπλωσες γιά μένα τόν ἀπέραντο οὐρανό μέ τόν ἥλιο, τή σελήνη καί τ᾿ἀναρίθμητα ἀστέρια, πού δημιούργησες γιά μένα τή γῆ μέ τούς κάμπους καί τά βουνά, μέ τά φυτά καί τά δέντρα, μέ τούς καρπούς καί τά λουλούδια, μέ τά πουλιά καί τά ζῶα, μέ τά τόσα πράγματα καί πλάσματα -ἄλλα γιά νά μέ τρέφουν, ἄλλα γιά νά μέ ὑπηρετοῦν, ἄλλα γιά νά μέ θεραπεύουν, ἄλλα γιά νά μέ ντύνουν, ἄλλα γιά νά μέ τέρπουν. Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού παραβλέπεις τίς καθημερινές ἁμαρτίες μου καί μακροθυμεῖς, ὡς ἀμνησίκακος, περιμένοντας τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή μου. Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες Σου, ὅσες ἔλαβα καί ὅσες ἐλπίζω νά λάβω ἀπό τόν ἀνυπέρβλητο πλοῦτο τῆς ἀγαθότητός Σου”.
Ἔτσι ἔπρεπε νά προσευχηθεῖ ὁ Φαρισαῖος, ὅταν ἀνέβηκε στό ναό, εὐχαριστώντας δηλαδή γιά ὅλα τόν εὐεργέτη του Κύριο, καί ὄχι λέγοντας πώς δέν εἶναι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός κ.λ.π. ἤ καί σάν τόν τελώνη.
Ταλαίπωρε Φαρισαῖε! Δέν εἶσαι, λές, σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τί εἶσαι τότε; Ἄγγελος; Ἀλλά ἡ φύση σου καί τό ἀλαζονικό φρόνημά σου δέν ταιριάζουν στούς ἀγγέλους. Μήπως δαίμονας; Ἀλλά οἱ δαίμονες εἶναι ἄυλοι καί ἄσαρκοι, ἐνῶ ἐσύ ἔχεις ὑλικό σῶμα, σάρκα καί κόκαλα. Ἀφοῦ, λοιπόν, δέν εἶσαι οὔτε ἄνθρωπος, ὅπως ὁμολογεῖς ὁ ἴδιος, οὔτε ἄγγελος, ὅπως φανερώνει ἡ ἔπαρσή σου, οὔτε δαίμονας, ὅπως ἀποδεικνύει τό σῶμα σου, δέν μπορεῖ παρά νά εἶσαι γάιδαρος! Καί ὁ Θεός γαϊδάρους δέν σώζει. Στόν παράδεισο βάζει μόνο ἀνθρώπους λογικούς καί ταπεινούς. Γι᾿αὐτό δίκαια καταδικάστηκες, δίκαια ἔχασες τή χάρη τοῦ Κυρίου, δίκαια ἔγινες αἰώνιο καί θλιβερό παράδειγμα κομπασμοῦ καί ὑψηλοφροσύνης. Γιά νά βλέπουν οἱ ἄνθρωποι τήν αἰφνίδια πτώση σου, καί, ἀποφεύγοντας τήν ἀνόητη ὑπερηφάνεια, νά ταπεινώνονται σάν τόν τελώνη, ἔχοντας στό νοῦ τους τίς ἁμαρτίες τους καί λέγοντας: “Σπλαχνίσου με, Σωτήρα μου, τόν ἁμαρτωλό καί ἀνάξιο δοῦλο Σου, καί σῶσε με, ὡς φιλάνθρωπος! Γιατί κανένας ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ δέν ἁμάρτησε ὅπως ἐγώ σ᾿ Ἐσένα”.
Ὅλοι μας, ἀδελφοί μου, μικροί καί μεγάλοι, ἐνάρετοι καί ἁμαρτωλοί, δίκαιοι καί ἄδικοι, ἄς χτυπᾶμε μέ τά λόγια τοῦ τελώνη, σάν μέ σιδερένιο σφυρί, τήν πύλη τῆς θείας εὐσπλαχνίας. Καί θά μᾶς ἀνοιχτεῖ, ὅπως ἀνοίχτηκε καί σ᾿ἐκεῖνον τόν μακάριο, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: “Θησαυρός μετανοίας”
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου