Ὕδωρ ζῶν»
π. Λεωνίδα Στ. Ἀμοργιανοῦ, θεολόγου, Ἐφημερίου στόν ἱ.ναό ἁγ. Μαρίνης Ἱ.Μ. Περιστερίου
«ΥΔΩΡ ΖΩΝ»
«Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καί τῆς εἶπε: Ἄν ἤξερες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ, καί ποιός εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος σοῦ λέγει ‘’Δός μου νά πιῶ’’, σύ θά ζητοῦσες ἀπ᾿ αὐτόν, καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό» (Ἰωάν. δ᾿ 10)
Ὁ Ἰησοῦς ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Ἰουδαία γιά τή Γαλιλαία περνώντας μέσα ἀπό τήν πόλη τῆς Σαμάρειας. Φθάνει στό φρέαρ (πηγάδι) τοῦ Ἰακώβ. Κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία καί τόν καύσωνα τοῦ ἥλιου, κάθεται κοντά στό πηγάδι νά ξεκουραστεῖ. Ἐκεῖ ἔρχεται μιά γυναίκα Σαμαρείτιδα ἰθαγενής γιά νά ἀντλήσει νερό. Καί μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῆς γυναίκας διαμείβεται ἕνας περίεργος διάλογος, σοβαρότατος διάλογος, στήν κυριολεξία ἀποκαλυπτικός.
Ὁ Κύριος ἐμφανίζεται νά συζητάει γιά βαθιά θρησκευτικά ζητήματα σωτηριολογίας ὄχι μέ τούς «μορφωμένους» θεολόγους καί ραβίνους τῆς ἐποχῆς Του ἀλλά μέ μιά ἀλλόθρησκη γυναίκα ἀπό τή Σαμάρεια, φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, πού εἶχε βεβαρημένο ἠθικό μητρῶο. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στην πορνεία. Ἡ γυναίκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους πού πέθαναν καί ὕστερα ἀπ’᾿αὐτοὺς ἔγινε πόρνη. Κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναίκα. Κι αὐτὴ ἀδυνατώντας νὰ χαλιναγωγήσει τῆς ὁρμές της, συζοῦσε κρυφὰ μ’ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της. Δεν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά.
Ὁ Κύριος ἐμφανίζεται νά συζητάει γιά βαθιά θρησκευτικά ζητήματα σωτηριολογίας ὄχι μέ τούς «μορφωμένους» θεολόγους καί ραβίνους τῆς ἐποχῆς Του ἀλλά μέ μιά ἀλλόθρησκη γυναίκα ἀπό τή Σαμάρεια, φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, πού εἶχε βεβαρημένο ἠθικό μητρῶο. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στην πορνεία. Ἡ γυναίκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους πού πέθαναν καί ὕστερα ἀπ’᾿αὐτοὺς ἔγινε πόρνη. Κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναίκα. Κι αὐτὴ ἀδυνατώντας νὰ χαλιναγωγήσει τῆς ὁρμές της, συζοῦσε κρυφὰ μ’ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της. Δεν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά.
Πώ, πώ σκάνδαλο, ξεπεσμός γιά ἕνα Θεό!, θά ποῦν οἱ ἐλαφρόμυαλοι “ἠθικολόγοι” δῆθεν γνώστες ραβίνοι καί οἱ διανοούμενες ἀποστεωτικές περσόνες κάθε ἐποχῆς στερημένες ἀπό ὁρίζοντες συμπόνιας καί ἐλέους. Ὅμως τό θεῖο βλέμμα τοῦ Κυρίου ἀτενίζει μακρυά. Στό πρόσωπο τῆς Σαμαρείτιδας ἀτενίζει τήν μελλοντική ἁγία Φωτεινή πού θά φτάσει ἴσαμε τήν Σμύρνη τῆς Ἰωνίας γῆς δίνοντας τό αἷμα της, ὡς ἀντίδωρο σ᾿ Ἐκεῖνον πού φώτισε τά σκοτάδια τῆς ἁμαρτωλῆς καί πονεμένης ψυχῆς της. Ἀντίθετα, πολλοί ραβίνοι, θεολόγοι ἤ διανοούμενοι θρησκευόμενοι πού στήν οὐσία εἶναι ἀμοραλιστές θά Τόν σταυρώνουν διαχρονικά χωρίς ἔλεος. Οὔτε κἄν τό«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»[1] συγκλονίζει τίς τραγικές αὐτές φιγούρες νά πάρουν δρόμο ἐπιστροφῆς.
Ἐμεῖς σήμερα θά ἐξετάσουμε τόν 10ο στίχο πού φανερώνει δύο μεγάλες θεολογικές ἀλήθειες μέ τίς ὁποῖες ὁ Κύριος διδάσκει τιμώντας τήν Σαμαρείτιδα, ὅπως καί τό Νικόδημο καί ὅλους τούς καλοπροαίρετους χωρίς νά λογαριάζει, θά ᾿λεγα ἀδιαφορεῖ, ἄν οἱ ἀντικείμενοι ἐλαφρόμυαλοι θά τόν ἀποκαλοῦν «φίλο ἁμαρτωλῶν καί πορνῶν». Ὁ Χριστός γιά νά μᾶς δεχθεῖ κοντά Του, ὡς ἀνεπανάληπτος οὐράνιος Πατρίκιος δέν βάζει κανέναν ὅρο, κανέναν ἀπολύτως ὅρο.
Καί κάτι ἐπιπλέον σημαντικό πού μέ λίγη σχετική προσωπική παρέμβαση τονίζει ὁ κυρός Ἐπίσκοπος Κοζάνης Διονύσιος:
-Ἡ Ἐκκλησία κηρύττει γεγονότα καί ἑορτάζει μόνο πρόσωπα καί γεγονότα ὅπως στήν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας. Οὔτε ἰδεολογία εἶναι τό κήρυγμα οὔτε ἰδέες ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό, ὅσο εἶναι μιά ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια, τόσο καί ἀπαιτεῖται νά τό κηρύττωμε, ὥσπου νά ἑδραιωθεῖ μέσα μας ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου μας δέν εἶναι ἀμάρτυρη καί θεωρητική διδασκαλία ἤ δογματική ἰδεολογία. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μαρτυρημένη ἀλήθεια. Ὅταν λέμε ὅτι ἡ πίστη εἶναι μαρτυρημένη ἀλήθεια, ἐννοοῦμε ἀλήθεια καί ἐμπειρία ζωῆς κι εἶναι αὐτό πού στήν Ἐκκλησία λέγεται δόγμα.[2]
Ὁ Ἰησοῦς στό στίχο αὐτό φανερώνει στή Σαμαρείτιδα δύο σημαντικές ἀλήθειες γιά τό πρόσωπό του.
Ἡ πρώτη ἀλήθεια, ὅτι εἶναι Μεσσίας. Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια φανερώνει σαφῶς καί ἀπεριφράστως. «Γνωρίζω, τοῦ λέγει ἡ γυναίκα (στό στίχο 26), ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας» καί ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ: «Ἐγώ εἶμαι (ὁ Μεσσίας)».
Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τῆς φανερώνει καί μία δεύτερη μεγίστη ἀλήθεια. Ὅτι εἶναι Θ ε ό ς! Φανερώνει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ συγκεκαλυμένο τρόπο. Ὁ Ἰησοῦς δέν τῆς εἶπε «Ἄν ἤξερες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ, θά ζητοῦσες ἀπ᾿ τό Θεό καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό» ἀλλά τῆς λέει «Ἄν ἤξερες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ, καί ποιός εἶναι αὐτός, πού μιλεῖ μαζί σου σύ θά ζητοῦσες ἀπ᾿ αὐτόν, καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό». Μέ συντομότερο τρόπο τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ: «Ἄν ἤξερες τί δωρίζει ὁ Θεός, θά ζητοῦσες καί θά σοῦ δώριζα νερό ζωντανό». Εἶναι σά νά λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἄρα εἶμαι Θεός. Εἰδικότερα, ἐδῶ γίνεται λόγος γιά «τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ». Σέ ἄλλο χωρίο στήν Καινῆ Διαθήκη γίνεται λόγος γιά «τήν δωρεά τοῦ Χριστοῦ».[3] Ἄρα Θεός καί Χριστός εἶναι ἕνας Θεός. Ποτέ ἡ Γραφή δέν μιλάει γιά δωρεά ἀνθρώπου ἤ ἀγγέλου μέ τήν ἔννοια τῆς οὐράνιας δωρεᾶς.
Ὁ Ἰησοῦς στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου κηρύττει σέ ἀρκετά σημεία μέ ἔμμεσο τρόπο τή θεότητά του.
Λέγει στό Ναθαναήλ: «Ἀληθινά ἀληθινά σᾶς λέγω, ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά βλέπετε τόν οὐρανό ἀνοικτό, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν πρός τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου».[4]
Σύμφωνα μέ τό στίχο αὐτό, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ταυτόχρονα καί κάτω στή γῆ καί πάνω στόν οὐρανό. Εἶχε δηλαδή ὁ Κύριος Ἰησοῦς τήν
ἰδιότητα τῆς πανταχοῦ παρουσίας.
1ο) Ὁ Ἰησοῦς κηρύττει τή Θεότητά του στό Νικόδημο λέγοντας: «Κανείς δέν ἀνέβηκε στόν οὐρανό(γιά νά γνωρίζει καί νά σᾶς πεῖ τά ἐπουράνια), παρά ἐκεῖνος, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος (συγχρόνως) εἶναι στόν οὐρανό».[5]
Καί σ᾿ αὐτόν ἐπίσης τό στίχο ὁ Χριστός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἦταν συγχρόνως στή γῆ καί στόν οὐρανό. Ἔχει δηλαδή τό ἰδίωμα τῆς πανταχοῦ παρουσίας, καί ἄρα εἶναι Θεός.
2ο) Σέ ἄλλο στίχο ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζει τόν ἑαυτό του Υἱό μονογενῆ τοῦ Θεοῦ, καί παρουσιάζει τόν ἑαυτό του ὡς ἀντικείμενο πίστεως καί αἴτιο σωτηρίας: «Τόσο ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε τόν Υἱό του τόν μονογενῆ ἔδωσε γιά θυσία, ὥστε καθένας, πού πιστεύει σ᾿ αὐτόν, νά μή πεθάνει (πνευματικά), ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια).[6]
3ο) Κηρύττει τή θεότητά Του στούς Ἰουδαίους ὅταν τούς λέγει τόν παραδοξότατο λόγο: «Θανατῶστε τό σῶμα μου, ναό τῆς θεότητος, καί σέ τρεῖς ἡμέρες ἐγώ ὁ ἴδιος θά τό ἀναστήσω».[7]
Ἐδῶ ἀναδύεται ἕνα ἐρώτημα.
Γιατί ὁ Ἰησοῦς κήρυττε ἐμμέσως τή θεότητά του κι ὄχι ἀμέσως;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι θά προκαλοῦσε στό ἔπακρο τούς ἐχθρούς του, καί οἱ φίλοι του θά ἔμεναν ἐμβρόντητοι. Ἀκόμη καί οἱ καλοπροαίρετοι θά δυσκολεύονταν πολύ γιά νά πιστεύσουν, ὅτι ὁ ταπεινός καί ἄσημος Ναζωραῖος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Κύριος, ὡς ἄριστος παιδαγωγός, ἄφησε σιγά-σιγά ἀπό τή διδασκαλία του, τά θαύματά του, τό βίο του καί τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά σχηματιστεῖ φυσικά καί ἀβίαστα τό φρόνημα καί ἡ πεποίθηση, ὅτι Αὐτός ἦταν ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Δὲν φανέρωσε στή Σαμαρείτιδα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ. Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάσει πάλι· ὅποιος ὅμως πιεῖ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάσει στὸν αἰώνα. Καί ἡ σταδιακή πνευματική προκοπή της ἀπό τά βάθη τῆς γῆς πετάει, ἀπογειώνεται στούς οὐρανούς.
Ἐπίσης ἕνα δεύτερο ἐρώτημα.
Γιατί ὁ Ἰησοῦς ἔκανε στή Σαμαρείτιδα ὑπαινιγμό γιά τή θεότητά Του, ἀφοῦ ἡ ἴδια δέν ἐπρόκειτο νά καταλάβει;
Ἐπειδή τό διάλογο αὐτό θά τόν μάθαιναν κι ἄλλοι ἄνθρωποι καί μεῖς κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων. Τά ρήματα τοῦ Ναζωραίου εἶναι αἰώνια. Μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος τό λόγο τοῦ Χριστοῦ γιά τή θεότητά Του κατάλαβε ἡ Σαμαρείτιδα, κατάλαβαν κι ἄλλοι, καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς.
«Ὕδωρ ζῶν»
«Ἄν ἤξερες ποιός εἶναι αὐτός, πού σοῦ λέγει ‘’Δός μου νά πιῶ’’, σύ θά ζητοῦσες ἀπ᾿ αὐτόν, καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό»
Ἡ φράση «ὕδωρ ζῶν» ὑπάρχει καί στήν Παλαιά Διαθήκη.[8] Ἐκεῖ ὅμως τό νερό χαρακτηρίζεται ὡς «ζ ῶ ν» μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀναβλύζει, ρέει, κινεῖται, σέ σχέση μέ τό στάσιμο ὄμβριο νερό τῶν δεξαμενῶν. Εἶναι σά νά λέμε«νερό τρεχούμενο». Τό νερό σ᾿ αὐτά τά χωρία ἔχει μ ε τ α φ ο ρ ι κ ή ἔννοια.
Στήν περίπτωση πού ἐξετάζουμε, ἡ λέξη «ζ ῶ ν» ἔχει κ υ ρ ι ο λ ε κ τ ι κ ή καί ὄχι μεταφορική σημασία. Ἐδῶ πρόκειται γιά «ὕδωρ», τό ὁποῖο εἶναι ὄντως «ζῶν», ζωντανό ὅπως π.χ «ζῶν» ζωντανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ Σαμαρείτιδα μέ μεταφορική ἐννοια ἀντιλήφθηκε τή φράση τοῦ Χριστοῦ «ὕδωρ ζῶν». Ὡς νερό τρεχούμενο.
Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς στή Σαμαρείτιδα «Ἄν ἤξερες ποιός εἶναι αὐτός, πού σοῦ λέγει ‘’Δός μου νά πιῶ’’, σύ θά ζητοῦσες ἀπ᾿ αὐτόν, καί θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό» ἤθελε νά πεῖ ὅτι τό δικό Του νερό εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό νερό τῆς πηγῆς τοῦ Ἰακώβ. Τήν ὑπεροχή τοῦ δικοῦ Του νεροῦ ὑποδήλωνε μέ τή λέξη «ζῶν». Εἶναι σά νά ἔλεγε στή Σαμαρείτιδα: Σύ μπορεῖ νά δώσεις νερό κοινό, νεκρό. Ἐγώ μπορῶ νά δώσω νερό ἀνώτερο, ζωντανό.
Ὕδωρ «ζῶν» μέ τήν κύρια σημασία της, ζωντανό πού δίνει ὁ Χριστός εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Σ᾿ ἐκεῖνον πού πιστεύει σ᾿ ἐμένα, (λέγει ὁ Χριστός) θά συμβεῖ αὐτό πού λέγει ἡ Γραφή. (ποιό;) ‘’Ἀπ᾿ τήν καρδιά του θά ρεύσουν ποταμοί ζωντανοῦ νεροῦ’’. Αὐτό δέ εἶπε γιά τό Πνεῦμα, τό ὁποῖο θά λάμβαναν στό μέλλον οἱ πιστεύοντες σ᾿ αὐτόν»[9].
Ἐδῶ τό Πνεῦμα ἐννοεῖται ὡς π ρ ό σ ω π ο, τό τρίτο πρόσωπο τῆς Θεότητος, ὁ Παράκλητος.
Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὀνομάζεται «ὕδωρ» μεταφορικῶς, διότι σβήνει τήν πνευματική δίψα τῶν πιστῶν καί καταρδεύει τίς καρδιές τους, ὀνομάζεται καί «ζῶν» κυριολεκτικῶς διότι ὡς πρόσωπο ζεῖ, εἶναι ζῶσα (ζωντανή) ὕπαρξη. Ὅπως ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός, ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Ὤν καί ὁ Ζῶν.
Ἡ ἔκφραση «ὕδωρ ζῶν», πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς γιά τό Ἁγιο Πνεῦμα εἶναι ἀνάλογη μέ τήν ἔκφραση «ἄρτος ζῶν» πού εἶπε γιά τόν ἑαυτό του.[10] Ὁ Χριστός ὀνομάζεται «ἄρτος ζῶν» ἐπειδή σέ ἀντίθεση μέ τόν κοινό ἄρτο, πού εἶναι νεκρός, ὁ Χριστός ὡς ζῶσα ὕπαρξη, ὡς πρόσωπο εἶναι ἄρτος ζωντανός.
Συμπερασματικά: Ἡ ἔκφραση τοῦ Ἰησοῦ «ὕδωρ ζῶν», τό «ζῶν» λέγεται κυριολεκτικῶς, καί νά νοεῖται ὡς ὕδωρ ζωντανό, πραγματικά ζωντανό. Ζωντανό δέ ὕδωρ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὡς ζῶσα ὕπαρξη, ὡς πρόσωπο, ὡς ὁ ἕνας τῆς Τριάδος. Τό χωρίο αὐτό συγκαταλέγεται στά ἀντιχιλιαστικά χωρία.
Ἡ Σαμαρείτιδα τότε δέν κατάλαβε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός καί τό «ὕδωρ τό ζῶν» πού θά τῆς ἔδινε, ἐάν ζητοῦσε, εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ἐμεῖς τώρα, πού τό ξέρουμε, ζητοῦμε Πνεῦμα Ἅγιο, ἐντόνως καί ἐπιμόνως, πού εἶναι τό πρῶτο καί τό κύριο;
Σέ ἐποχή φυσικῆς ἀνομβρίας αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νεροῦ. Σέ ἐποχή πνευματικῆς ἀνομβρίας αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη πνευματικοῦ καί ζῶντος ὕδατος; Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ καί θυσιάστηκε γιά νά ἀνοιχθεῖ ὁ οὐρανός καί νά πέσει ὕδωρ ζωντανό, νά ἔλθει Πνεῦμα Ἅγιο. Νά ζητοῦμε ἐντόνως καί ἐπιμόνως ὕδωρ ζωντανό, γιά νά καταρδεύει τίς ψυχές μας. Νά μιμηθοῦμε τὴ Σαμαρείτιδα καὶ νά τήν παρακαλοῦμε. Ἕλα σήμερα ἐκλεκτή Εὐαγγελίστρια ἁγία Φωτεινή, ἄφησε τήν ὑδρία και τρέξε στό ρημαγμένο σπίτι μας, διῶξε ἀπό μέσα μας τούς δισταγμούς, παρέσυρέ μας πρός τό Χριστό, νά μᾶς σφραγίσει μέ Πνεῦμα Ἅγιο, γιά νά γινώμαστε πνευματικοί ἄνθρωποι καί νά μετέχουμε τῆς ἁγίας ζωῆς καί δόξης τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας. ΑΜΗΝ
[1] Λουκ. κγ᾿ 34
[2] Ἐπί Πτερύγων Ἀνέμων , Κοζάνη 1988
[3] Ἐφεσ. δ᾿ 7
[4] Ἰωάν. α᾿ 52
[5] Ἰωάν. γ᾿ 13
[6] Ἰωάν. γ᾿ 16-18
[7] Ἰωάν. β᾿ 19
[8] Γεν. κστ᾿ 19, Λευιτ. ιδ᾿ 5
[9] Ἰωάν. ζ᾿ 38-39
[10] Ἰωάν. στ᾿ 51, Α’ Πέτρ. β᾿ 4
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου