Ὁ Τυφλὸς πρὸ τοῦ Σταυροῦ
ποίημα Ἰωάννου Πολέμη
.
Τί εἶν’ ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;
-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζὶ μὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοί νἆν οἱ δυό, ποὺ ἐκδικητὴς ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Καὶ ποιός ὁ πλᾶνος ποὺ κι αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζί τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ῥώτησε, εἰναι δουλειὰ δική τους!
.
-Θὰ πάω νὰ δῶ…
Εἶπα νὰ δῶ κι ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι
τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχὴ μέσα στὰ στήθη εἶν’ ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!
Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐστάθη Αὐτὸς μπροστά μου
καὶ μ’ εὐσπλαγχνίσθη, κι ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάμου
κι ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλὸ ἐκεῖνο,
μοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωὰμ τὴ στέρνα νὰ τὰ πλύνω!
.
Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρός μου,
στὴν ὄψη Του εἴδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου!
Μοσχοβολοῦσε κι ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά Του…
Φῶς καὶ τὰ χείλη, κι ἡ φωνή, τὰ μάτια κι ἡ ματιά Του.
Στὰ χείλη Του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια Του ἡ ἐλπίδα…
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυό μου μάτια κι εἶδα
κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κι εἴδα παντοῦ γραμμένη
τὴν ὄψη Του, λὲς κι ἤτανε καθρέπτης Του ἡ οἰκουμένη.
.
Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἀς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι ὀχλοβοὴ κι ἀντάρα
χίλιες φωνὲς σὰν μιὰ φωνὴ κι ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.
Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεῖς μαυροφόρες μοῦ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη.
Θὲ νἆναι μάνα ἡ δύστυχη! Ξάφνου, μὲ μιᾶς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν,
κρότοι
πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρώτοι
σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. -Γκάπ! Γκούπ!
Ξανακαρφώνουν
μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται! Νά, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν.
Πῶς; Σὺ ποὺ μοῦδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;
Κι ἦταν γραφτὸ τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;
Τί νὰ τὰ κάνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοῦδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου